Η πιθανότητα μιας γυναίκας να συλλάβει με τη βοήθεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF) θα μπορούσε να προβλεφτεί από τα επίπεδα ορμονών που εντοπίζονται στο τριχωτό της κεφαλής και πιο συγκεκομμένα από τα επίπεδα της κορτιζόλης. Πρόκειται για ένα εύρημα μελέτης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Psychoneuroendocrinology.

Η μελέτη διεξήχθη από ερευνητές του πανεπιστημίου του Nottingham στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποκάλυψε ότι οι γυναίκες που είχαν υψηλοτέρα επίπεδα της ορμόνης του στρες, δηλαδή της κορτιζόλης, στα μαλλιά τους, ήταν λιγότερο πιθανό να συλλάβουν μέσω εξωσωματικής γονιμοποίησης, σε σύγκριση με τις γυναίκες που είχαν χαμηλότερα επίπεδα κορτιζόλης. Η IVF είναι μια μέθοδος υποβοηθούμενης αναπαραγωγής κατά την όποια η γονιμοποίηση λαμβάνει χώρα στο εργαστήριο και στη συνέχεια τα γονιμοποιημένα ωάρια εμφυτεύονται στη μήτρα. Εκτιμάται μάλιστα ότι η πιθανότητα σύλληψης για την πλειοψηφία των γυναικών που υποβάλλονται σε IVF είναι 25-30% ανά κύκλο, αν και πάρουν σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Οι πιθανότητες επιτυχίας της IVF επηρεάζονται από έναν αριθμό παραγόντων που περιλαμβάνει την ηλικία, το δείκτη μάζας σώματος, το αναπαραγωγικό ιστορικό και την παρουσία ιατρικών καταστάσεων. Έχει παράλληλα συχνά αναφερθεί ότι το στρες παίζει κάποιο ρόλο στην πιθανότητα επιτυχίας της IVF.

Είναι ευρέως γνωστό ότι το στρες αυξάνει τα επίπεδα της ορμόνης κορτιζόλης. Υπάρχουν μελέτες που έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με υψηλοτέρα επίπεδα κορτιζόλης έχουν μικρότερη πιθανότητα να συλλάβουν με τη βοήθεια της IVF αν και άλλες μελέτες δεν έχουν βρει παρόμοιο δεσμό. Σε γενικές γραμμές υπάρχει ένας έντονος επιστημονικός διάλογος στην παρούσα φάση αναφορικά με το εάν το στρες επηρεάζει τη γονιμότητα και την εγκυμοσύνη. Η ερευνητική ομάδα του Nottingham επισημαίνει ότι οι προηγούμενες μελέτες που ανέδειξαν τη σχέση ανάμεσα στα επίπεδα κορτιζόλης και την IVF χρησιμοποίησε δείγματα σίελου αίματος ή ουρών για τη μέτρηση της ορμόνης τα όποια όμως δίνουν πληροφορίες για μια πολύ βραχεία περίοδο. Η νέα μελέτη πρόσθεσε το δείγμα του τριχωτού της κεφαλής, το όποιο δίνει πληροφορίες για τα αθροιστικά επίπεδα κορτιζόλης μέσα στους τελευταίους 3-6 μήνες.

Στη μελέτη συμμετείχαν 135 γυναίκες με μέση ηλικία τα 35 έτη που υποβλήθηκαν σε IVF μέσα στο χρονικό διάστημα από το Δεκέμβριο 2012 έως τον Απρίλιο του 2014. Από αυτές, οι 81, το 60% δηλαδή , έμειναν έγκυες. Κατά τη διάρκεια δυο ημερών ελήφθησαν δείγματα σίελου από τις γυναίκες το πρωί μετά από περπάτημα, 30 λεπτά μετά και στις 10πμ. Επιπλέον 88 γυναίκες έδωσαν και δείγματα μαλλιών. Σε όλα τα δείγματα ανιχνεύτηκε η συγκέντρωση κορτιζόλης.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι τα επίπεδα κορτιζόλης στα δείγματα σίελου δε σχετίζονταν με την πιθανότητα εγκυμοσύνης, άλλα τα επίπεδα κορτιζόλης στα δείγμα των μαλλιών σχετίζονταν. Βρέθηκε μάλιστα ότι αυτές που είχαν τα υψηλοτέρα επίπεδα κορτιζόλης στο δείγμα μαλλιών είχαν 27% μεγαλύτερη πιθανότητα να συλλάβουν από αυτές που είχαν τα χαμηλότερα. Το εύρημα παρέμεινε στατιστικά σημαντικό ακόμα και μετά τον έλεγχο παραγόντων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πιθανότητα επιτυχίας της IVF, όπως είναι ο δείκτης μάζας σώματος ή ο αριθμός των γονιμοποιημένων ωαρίων. Οι ερευνητές ωστόσο επισημαίνουν ότι τα ευρήματα τους δε δείχνουν ότι υπάρχει μια άμεση επίδραση του στρες στην εγκυμοσύνη, άλλα ότι τα επίπεδα κορτιζόλης μπορεί να είναι ένας ενδεικτικός παράγοντας που σχετίζεται με τη σύλληψη. Το πιο σημαντικό είναι ότι σύμφωνα με τα ευρήματα, η μείωση των επιπέδων της κορτιζόλης, ενδέχεται να αυξάνει την πιθανότητα επιτυχίας της IVF.

Οι επιστήμονες στην παρούσα φάση γνωρίζουν πολλούς παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάζουν την πιθανότητα σύλληψης, δεν έχουν όμως ακόμα κατανοήσει πλήρως όλους τους παράγοντες που επιδρούν στην αποτελεσματικότητα μιας θεραπείας υπογονιμότητας. Η νέα αυτή μελέτη υποστηρίζει ότι η μείωση της κορτιζόλης τους μήνες πριν τη θεραπεία μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη σύλληψης.

Πηγή: zougla.gr