Η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, πέρα από ηθικό ζήτημα, είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να βελτιώσουμε την υγεία του γενικού πληθυσμού, λέει στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κοινωνικός επιδημιολόγος δρ Γιώργος Πλουμπίδης,αναπληρωτής καθηγητής Υγείας του Πληθυσμού και Στατιστικής στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του University College του Λονδίνου (UCL), καθώς και επικεφαλής στατιστικολόγος στο Centre for Longitudinal Studies του Ινστιτούτου Εκπαίδευσης του ίδιου πανεπιστημίου.

Εκτιμά πάντως ότι η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν φαίνεται μέχρι στιγμής τουλάχιστον να έχει στην υγεία των Ελλήνων πολύ σοβαρές επιπτώσεις, ενώ επισημαίνει την έλλειψη δυστυχώς στη χώρα μας σχετικών διαχρονικών στατιστικών στοιχείων για τον ελληνικό πληθυσμό.

Αναφέρει επίσης ότι οι νεότερες γενεές, αν και αναμένεται να ζήσουν περισσότερα χρόνια, θα έχουν κατά μέσο όρο χειρότερη υγεία από ότι οι παλαιότερες.

Ο Γ. Πλουμπίδης ερευνά διεπιστημονικά τις κοινωνικο-οικονομικές, δημογραφικές και διαρθρωτικές παραμέτρους που καθορίζουν την υγεία ενός πληθυσμού διαχρονικά. Είναι ειδικός στην ανάπτυξη αξιόπιστων στατιστικών τεχνικών για την μέτρηση της υγείας μιας κοινωνίας, έχοντας 61 σχετικές επιστημονικές δημοσιεύσεις και έχοντας έως τώρα προσελκύσει περίπου 20 εκατ. λίρες για χρηματοδότηση της έρευνάς του.

Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου πήρε το διδακτορικό του (με διάκριση) το 2004 στην εφαρμοσμένη στατιστική/ψυχομετρική. Έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ έως το 2007 και στη συνέχεια δίδαξε κοινωνική επιδημιολογία στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, προτού μεταπηδήσει στο UCL.

Ο παππούς του Γιώργου Πλουμπίδη – Γιώργος κι εκείνος- υπήρξε αδελφός του ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, που εκτελέστηκε το 1954.

Μία έρευνα του κ. Πλουμπίδη, η οποία δημοσιεύθηκε φέτος στο αμερικανικό περιοδικό για θέματα δημόσιας υγείας “American Journal of Public Health”, μεταξύ άλλων, αποκαλύπτει ότι ο γάμος κάνει περισσότερο καλό στους άνδρες παρά στις γυναίκες και από την άλλη, ότι όσοι δεν παντρεύτηκαν ποτέ, έχουν την χειρότερη υγεία από όλους.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:

Τι κυρίως απασχολεί έναν κοινωνικό επιδημιολόγο και ειδικό σε θέματα υγείας του πληθυσμού όπως εσείς; Πώς μπορεί να βοηθήσει η συλλογή και ανάλυση στατιστικών στοιχείων στη δημόσια υγεία;

Η κοινωνική επιδημιολογία μελετά την επιρροή που έχουν κοινωνικο-οικονομικοί, περιβαλλοντικοί και δημογραφικοί παράγοντες στην υγεία του γενικού πληθυσμού. Οι εφαρμογές της έχουν να κάνουν με συγκεκριμένες χρόνιες η μεταδιδόμενες ασθένειες, αλλά και με γενικούς δείκτες όπως το προσδόκιμο ζωής.

Σοβαρή πολιτική όσον αφορά τη δημόσια υγεία, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη συλλογή και στατιστική ανάλυση δειγμάτων αντιπροσωπευτικών του γενικού πληθυσμού. Μόνο με σοβαρή επιστημονική έρευνα μπορούμε να κατανοήσουμε τι είναι θετικό η αρνητικό για τη δημόσια υγεία και να δράσουμε ανάλογα. Προφανώς αυτό προϋποθέτει τη συλλογή και ανάλυση μεγάλων και διαχρονικών βάσεων δεδομένων για το γενικό πληθυσμό.

Πόσο επιβαρυντική μπορεί να είναι για την ψυχική και σωματική υγεία μιας κοινωνίας η χρόνια οικονομική κρίση και ύφεση, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας;

Η επιβάρυνση της υγείας από την χρόνια οικονομική κρίση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Για παράδειγμα, η κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’90 στη Ρωσία είχε ως αποτέλεσμα την πρωτοφανή πτώση του προσδόκιμου ζωής περίπου κατά τρία χρόνια, η οποία αποδόθηκε στην αύξηση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακές παθήσεις. Αντίθετα, την ίδια περίοδο στην Κούβα η σχετιζόμενη οικονομική κρίση δεν είχε αρνητικά αποτελέσματα. Το ίδιο συνέβη και στην κρίση του 1929 στις ΗΠΑ, η οποία δεν είχε αρνητικά αποτελέσματα, κυρίως επειδή συνέπεσε με μεγάλη πτώση της θνησιμότητας από μεταδιδόμενα νοσήματα.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η ΕΛΣΤΑΤ έχει δημοσιεύσει στοιχεία μέχρι το 2013. Θεωρώ ότι θα πρέπει να περιμένουμε μερικά χρόνια για να μπορέσουμε να βγάλουμε ακριβή συμπεράσματα. Αυτό θα γίνει με τη σοβαρή επιστημονική ανάλυση των στοιχείων που θα δημοσιεύσει στο μέλλον η ΕΛΣΤΑΤ, σε συνδυασμό με άλλες διαχρονικές μελέτες στο γενικό πληθυσμό.

Σε πρώτη ανάγνωση, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, η κατάσταση δείχνει να μην είναι όσο κακή θα ανέμενε κανείς, αναλογιζόμενος την πολύ κακή εικόνα της οικονομίας. Το προσδόκιμο ζωής συνεχίζει να ανεβαίνει και η θνησιμότητα στις περισσότερες αιτίες θανάτου συνεχίζει την πτωτική της τάση. Βέβαια, υπάρχουν εξαιρέσεις κυρίως σε σπάνιες αιτίες θανάτου, όπως οι αυτοκτονίες, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη γενική εικόνα. Αντίθετα, η γεννητικότητα, χωρίς να έχει πιάσει ακόμα το απόλυτο χαμηλό της προηγούμενης δεκαετίας, εμφανίζει πτωτική τάση.

Θεωρώ ότι δεν θα έχουμε τα άσχημα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν στη Ρωσία, αλλά χρειάζεται να περιμένουμε μερικά χρόνια και να κάνουμε σοβαρή δουλειά για να δούμε κατά πόσο και πώς θα επιβαρύνει την υγεία η οικονομική κρίση στη χώρα μας.

Οι κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες πώς επηρεάζουν την υγεία των ανθρώπων ως άτομα και ως κοινωνίες;

Η σχέση του κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου με την υγεία και τη θνησιμότητα έχει επιβεβαιωθεί από πολύ μεγάλο αριθμό ερευνών διεθνώς. Το χαμηλό κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο έχει σχετιστεί με την έλλειψη πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, με την αυξημένη συχνότητα επικίνδυνων για την υγεία συμπεριφορών, με ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και με υψηλό στρες.

Είναι γενικά αποδεκτό ότι η βελτίωση της υγείας και του προσδόκιμου ζωής που παρατηρείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου, δεν είναι η ίδια για όλες τις κοινωνικές ομάδες και το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών συνεχίζει να αυξάνεται. Η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, πέρα από ηθικό ζήτημα, είναι και μια πολύ καλή ευκαιρία να βελτιώσουμε την υγεία του γενικού πληθυσμού. Παράλληλα, θα έχει θετικές επιπτώσεις και στην οικονομία, αφού έχει υπολογιστεί ότι στην ΕΕ το κόστος των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία ανά έτος ανέρχεται σε περίπου 980 δις. ευρώ ή περίπου το 10% του ΑΕΠ.

Είναι αλήθεια ή μύθος ότι όσες περισσότερες προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις έχει ένας άνθρωπος, τόσο πιο υγιής τείνει να είναι;

Δεν είναι μύθος, αλλά η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη από ό,τι φαινόταν στις αρχικές έρευνες για τη σχέση μεταξύ του κοινωνικού κεφαλαίου (κοινωνικές σχέσεις, εμπιστοσύνη, συμμετοχή στα κοινά) και της υγείας. Χρειάζεται περισσότερη δουλειά με διαχρονικές έρευνες για να κατανοήσουμε τον μηχανισμό που συνδέει τις διαστάσεις του κοινωνικού κεφαλαίου με την υγεία στον γενικό πληθυσμό.

Είναι η μοναξιά μια κοινωνική αρρώστια, επιβαρυντική για την υγεία ιδίως των ηλικιωμένων;

Δεν θα χαρακτήριζα την μοναξιά κοινωνική ασθένεια, αλλά σίγουρα η βιβλιογραφία, στη συντριπτική της πλειοψηφία, δείχνει ότι η χρόνια μοναξιά είναι επιβαρυντική για την υγεία.

Πώς επηρεάζει ο γάμος την υγεία των συζύγων; Είναι ο γάμος πιο επωφελής για την υγεία των ανδρών ή των γυναικών;

Ένας πολύ μεγάλος αριθμός ερευνών δείχνει ότι ο γάμος επηρεάζει θετικά την υγεία, αλλά και ότι οι παντρεμένοι ζουν κατά μέσο όρο περισσότερο. Αυτό ισχύει και για τα δύο φύλα, αλλά οι άνδρες επωφελούνται λίγο περισσότερο, με την έννοια ότι οι γυναίκες, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερες ηλικίες, φαίνεται ότι μπορούν να διαχειρίζονται καλύτερα την μοναξιά.

Έχει διαφορά στην υγεία κάποιου αν θα παντρευτεί ή αν απλώς θα συζήσει;

Φαίνεται πως όχι. Σύμφωνα με έρευνά μας, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο «American Journal of Public Health», δεν παρατηρήσαμε σχεδόν καμία διαφορά στους διάφορους βιομετρικούς δείκτες που χρησιμοποιήσαμε, μεταξύ των συμμετεχόντων που είχαν επιλέξει να παντρευτούν και αυτών που είχαν επιλέξει να συζήσουν.

Η μόρφωση ή η οικονομική κατάσταση των συζύγων παίζει ρόλο για την επιτυχία ενός γάμου;

Η σχετική βιβλιογραφία δείχνει ότι σύζυγοι με ανώτερο μορφωτικό επίπεδο έχουν κατά μέσο όρο, μικρότερη πιθανότητα να πάρουν διαζύγιο. Τονίζω όμως ότι αυτό ισχύει τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, στην Βρετανία πριν το 1970 ίσχυε ακριβώς το αντίθετο.

Υπάρχει γενετική/κληρονομική επίδραση στην επιτυχία ή αποτυχία ενός γάμου;

Υπάρχει, αλλά είναι πολύ μικρή σε σχέση με την επιρροή που έχουν κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες στην επιτυχία ενός γάμου.

Είναι το διαζύγιο κακό για την υγεία και είναι πιο επώδυνο για τους άνδρες ή για τις γυναίκες;

Στις σχετικές έρευνες έχει καταγραφεί η αρνητική επιρροή του διαζυγίου στην υγεία, αλλά για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα: έξι μήνες με ένα χρόνο. Αντιθέτως, σε πρόσφατη έρευνά μας παρατηρήσαμε ότι σε βάθος χρόνου το διαζύγιο δεν επηρεάζει την υγεία.

Υπάρχει κάποιο «μυστικό» για την μακροζωία, το οποίο μπορεί να ανακαλύψουν η στατιστική και η επιδημιολογία;

Δεν υπάρχει κάποιο μυστικό. Η μακροζωία είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο και κάποιοι από αυτούς τους παράγοντες είναι ήδη γνωστοί. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι η μεγάλη αύξηση του προσδόκιμου ζωής τα τελευταία 150 χρόνια οφείλεται κατά κύριο λόγο στη βελτίωση των συνθηκών υγιεινής και των δομών της δημόσιας υγείας, που οδήγησε στην πτώση της θνησιμότητας από μεταδιδόμενα νοσήματα. Πιο πρόσφατα, οι νέες θεραπείες και η ιατρική τεχνολογία άρχισαν και αυτές να επιδρούν θετικά στο ρυθμό αύξησης του προσδόκιμου ζωής.

Η μεγάλη πρόκληση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, είναι να εξασφαλίσουμε ότι τα χρόνια ζωής που προστίθενται, θα είναι χρόνια με καλή ποιότητα ζωής και υγεία. Δυστυχώς, πρόσφατες έρευνες μας δείχνουν ότι, παρόλο που οι νεότερες γενεές αναμένεται να ζήσουν περισσότερο, έχουν κατά μέσο όρο χειρότερη υγεία. Είναι πολύ σημαντικό να αντιστρέψουμε αυτή την τάση, η οποία, σε συνδυασμό με τη γήρανση του πληθυσμού, είναι πιθανό να επιφέρει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στο μέλλον.

Θεωρείτε ικανοποιητική την επιδημιολογική έρευνα στην Ελλάδα; Είναι αξιόπιστα τα σχετικά στατιστικά στοιχεία;

Παρά τα γνωστά προβλήματα, στην Ελλάδα υπάρχουν συνάδελφοι με σοβαρό έργο που δημοσιεύεται σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά υψηλού επιπέδου. Όσον αφορά την έρευνα με αντικείμενο την Ελλάδα, το πρόβλημα είναι ότι, πέρα από δύο-τρεις εξαιρέσεις, δεν υπάρχουν διαχρονικές έρευνες – βάσεις δεδομένων σε αντιπροσωπευτικά δείγματα του γενικού πληθυσμού.

Είναι μια επένδυση που πρέπει να γίνει, αφού θα μας δώσει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε καλύτερα τι συμβαίνει στην Ελλάδα και, με ανάλογες παρεμβάσεις, να βελτιώσουμε την υγεία στον γενικό πληθυσμό. Το κόστος είναι πολύ μικρό, αν αναλογιστεί κανείς το κέρδος που θα υπάρξει από την μείωση των δαπανών για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ακριβώς λόγω της βελτίωσης της υγείας.