Όταν ήμουν στο πανεπιστήμιο, παίρναμε με τις φίλες μου το αυτοκίνητο και πηγαίναμε παντού.
Ναι, μία φορά. Ήμασταν στην Τζαμάικα, όπου απαγορεύεται από τον νόμο οι τουρίστες να πηγαίνουν σε όποια παραλία θέλουν. Καθότι εγώ Ελληνίδα, όμως, και η φίλη μου Πορτογαλίδα, είπαμε ότι θα πάμε σε αυτήν που μας αρέσει. Βρεθήκαμε, λοιπόν, σε μια πανέμορφη, απαγορευμένη παραλία και κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας περίεργος τύπος. Μας έπιασε κουβέντα και στη συνέχεια μας πρότεινε να αγοράσουμε μαριχουάνα. Εμείς αρνηθήκαμε και τότε μας λέει «Θα μου δώσετε 10 δολάρια!». Επιμείναμε ότι δεν θέλουμε, και η φίλη μου άρχισε να του φωνάζει «Δεν θα μας πεις εσύ τι θα κάνουμε». Ήμουν 20 χρόνων τότε, αλλά πάντα ήμουν η ψύχραιμη της παρέας. Άρχισε, λοιπόν, να φωνάζει κι αυτός με τη σειρά του «Θα σας σκοτώσω!». Λέω στη φίλη μου, η οποία του απαντούσε, ότι καλύτερα να πάμε προς τον κεντρικό δρόμο. Εκείνος συνέχιζε να ουρλιάζει, ενώ εγώ τον παρότρυνα να ηρεμήσει. Καθώς προχωρούσαμε είδαμε ένα μπαρ και μπήκαμε μέσα. Η φίλη μου, φοβισμένη, μου λέει: «Τι θα κάνουμε;». «Δεν ξέρω» της απαντώ, κι εκείνη αμέσως μετά κατέρρευσε λέγοντάς μου πως πρέπει να επιστρέψουμε στη Βοστόνη. Από τότε αποφασίσαμε ότι όποιος μας ζητάει λεφτά θα του τα δίνουμε χαμογελώντας. Μου έγινε μάθημα, το λέω και στα παιδιά μου: «Αν κάποιος ζητάει χρήματα, τα δίνεις και φεύγεις. Δεν τσακωνόμαστε ποτέ με αγνώστους στον δρόμο».